- στέρξιμο
- στέρξιμο, το και στρέξιμο, το1. συγκατάθεση, συναίνεση.2. «στρέξιμο ονείρου», επαλήθευση ονείρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στέρξιμο — και στρέξιμο, το, Ν [στέργω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στέργω, συναίνεση, συγκατάθεση 2. φρ. «στέρξιμο ονείρου» μτφ. επαλήθευση ονείρου … Dictionary of Greek
στρέξιμο — το, Ν βλ. στέρξιμο … Dictionary of Greek
στρέξιμο — το βλ. στέρξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)